- ὀρφανοτρόφῳ
- ὀρφανότροφοςbringing up orphansmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφανοτροφώ — ὀρφανοτροφῶ, έω (Α) [ορφανοτρόφος] ανατρέφω ορφανά παιδιά … Dictionary of Greek